ἄφηκα

ἄφηκα
ἀφίημι
send forth
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφῆκα — ἀφίημι send forth aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Pontische Sprache — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Ling …   Deutsch Wikipedia

  • Rumca — Pontisch (ποντιακά) Gesprochen in Aserbaidschan, Deutschland, Georgien, Griechenland, Kanada, Kasachstan, Türkei, Russland, Ukraine, USA Sprecher 324.535 Linguisti …   Deutsch Wikipedia

  • Grec Pontique — Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie, Allemagne Région Sud est de l’Europe Nombre de locuteurs 324 535 Typologie SVO …   Wikipédia en Français

  • Grec pontique — Cet article concerne la langue grecque pontique. Pour le peuple grec pontique, voir Pontiques. Grec pontique Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie …   Wikipédia en Français

  • Póntico — Ρωμαίικα, Ποντιακά Hablado en Grecia[1] …   Wikipedia Español

  • отъдати — ОТЪДА|ТИ (374), МЬ, СТЬ гл. 1.Дать, отдать: вдасть же ѥмѹ и ѡдежю свѣтьлѹ да ходить в неи. бл҃женыи же ѳеодосии… таче съньмъ ю ѿдасть ю нищимъ. ЖФП XII, 30б; аще стѧжить что еп(с)пъ. не можеть или завѣщати ѿ каковыхъ. или ѿдати что комѹ своимъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θάλπος — ους, το (Α θάλπος, εος) θερμότητα, ζέστη («θάλπος ἐν χειμῶνι», Αισχύλ.) νεοελλ. θαλπωρή, ζεστασιά, εγκαρδιωση («το θάλπος τής μητρικής αγκαλιάς») αρχ. πυρετός ή οξύς διαπεραστικός πόνος («ἀφῆκα θυμῷ καρδίας τοξεύματα βέβαια, τῶν σὺ θάλπος οὐχ… …   Dictionary of Greek

  • αντιστρέφω — ίστρεψα, άφηκα, ιστραμμένος, μτβ. 1. γυρίζω ανάποδα: Το κλάσμα αντιστράφηκε (ο αριθμητής έγινε παρονομαστής και ο παρονομαστής αριθμητής). 2. μετατρέπω κάτι από μια μορφή ή κατάσταση σε άλλη: Οι περισσότερες κρίσεις μπορούν να αντιστραφούν χωρίς… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστρέφω — εψα, άφηκα, αμμένος 1. γυρίζω προς το αντίθετο μέρος: Μόλις με είδε, απόστρεψε το πρόσωπό του. 2. το μέσ., αποστρέφομαι αντιπαθώ, σιχαίνομαι: Οι περισσότεροι χωριανοί του τον αποστρέφονταν, γιατί ήταν εγωιστής και πλεονέχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”